νωχελεύομαι

Revision as of 16:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be slothful, Aq.Pr.18.9, al. ; malinger, dub. in BGU380.11 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 274] langsam, träge sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελεύομαι: ἀποθ. νωχελής εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).

Greek Monolingual

νωχελεύομαι (Α) νωχελής
1. είμαι νωχελής
2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια.