A siccitas, Gloss.
[Seite 279] ἡ, = ξήρανσις, Hippocr., zw., f. Lob. zu Phryn. 117. 502.
ξήρασις (Α)ξήρανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω + κατάλ. -ις].