ξήρανση
Greek Monolingual
η (Α ξήρανσις) ξηραίνω
η απώλεια ή η αφαίρεση της υγρασίας, αποξήρανση, στέγνωμα
νεοελλ.
(τεχνολ.-χημ.) κατεργασία η οποία αποβλέπει στην ολική ή μερική αφαίρεση της περιεχόμενης σε ένα σώμα υγρασίας με μηχανικές, φυσικές ή χημικές μεθόδους ή στην απομάκρυνση τών πτητικών συστατικών από ένα παρασκεύασμα.