ξυλαλόη

Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = ἀγάλοχον, Aët.1.131 ; scanned by Heraclit. Gramm. in An.Ox.3.277.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, erst bei Sp., = ἀγάλλοχον.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλᾰλόη: ἡ, = ἀγάλλοχον, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξυλαλόη)
είδος ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἀλόη «είδος φυτού»].