ξενοφυής

Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A strange of shape or nature, Tz.H.8.579, 636.

German (Pape)

[Seite 278] ές, von fremder, ungewöhnlicher Natur, Beschaffenheit, Schol. Lycophr. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφυής: -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον σχῆμα ἢ φύσιν, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ξενοφυής, -ές (Μ)
αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιο-φυής].