ξενοφυής
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
ξενοφυές, strange of shape or nature, Tz.H.8.579, 636.
German (Pape)
[Seite 278] ές, von fremder, ungewöhnlicher Natur, Beschaffenheit, Schol. Lycophr. 77.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοφυής: -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον σχῆμα ἢ φύσιν, Τζέτζ.
Greek Monolingual
ξενοφυής, -ές (Μ)
αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῖς», Τζέτζ.)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής].