οἰναδοθήρας

Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, (οἰνάς II) A dove-catcher, Ael.NA4.58.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνᾰδοθήρας: -ου, ὁ, (οἰνὰς ΙΙ) ὁ θηρώμενος, θηρεύων περιστεράς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de pigeons ramiers.
Étymologie: οἰνάς, θηράω.

Greek Monolingual

οἰναδοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά άγρια περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνάς, -άδος «είδος άγριου περιστεριού» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].