οἰναδοθήρας
English (LSJ)
-ου, ὁ, (οἰνάς II) dove-catcher, Ael.NA4.58.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de pigeons ramiers.
Étymologie: οἰνάς, θηράω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνᾰδοθήρας: -ου, ὁ, (οἰνὰς ΙΙ) ὁ θηρώμενος, θηρεύων περιστεράς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58.
Greek Monolingual
οἰναδοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά άγρια περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνάς, -άδος «είδος άγριου περιστεριού» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].
German (Pape)
ὁ, der Taubenjäger, -fänger, Ael. H.A. 4.38.