οἰνάς
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
οἰνάδος, ἡ,
A = οἴνη, the vine, Ion Eleg.1.4, AP7.193 (Simm.).
b bryony, Hp. ap. Erot. (οἴαδος codd.), v.l. in Babr.34.2(pl.).
2 wine, Nic.Al.355.
3 pl., = ἀμπελώδεις τόποι, Hsch.
II a wild pigeon of the colour οἰνωπός, the rock-dove, Columba livia, Arist.HA 544b6, 558b23, 593a19, Fr.347, Ael.NA4.58:—also οἰνιάς, Poll.6.22; but οἰνιάξ· εἶδος κόρακος, Hsch.
III Οἰνάδες, αἱ, = Μαινάδες, Opp.C.4.235.
IV as adjective, of wine, vinous, μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ APl.1.15; οἰ. ὀπώρη AP9.645 (Maced.).
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
pigeon ramier, oiseau.
Étymologie: οἶνος.
German (Pape)
άδος, ἡ,
1 = οἴνη, Weinstock, Rebe; βοτρυόεσσα, Ion bei Ath. X.447d; für »Wein« braucht es Nic. Al. 354. – Adjektivisch, weinreich, πηγή, Ep.adesp. 412 (Plan. 15); vgl. Antip.Sid. 74 (VII.26), wo es sogar mit κῶμος verbunden ist, sich des Weins erfreuend; = μαινάδες, Opp. Cyn. 4.233.
2 eine Art wilder Tauben von der Farbe der reifenden Trauben, Arist. H.A. 9.13; vgl. Ath. VII c. 50. Bei Poll. 6.22 auch οἰνιάς. Vgl. οἰνιάξ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνάς: άδος adj. f богатая виноградом (ὀπώρη Anth.).
άδος ἡ, реже ὁ
1 виноградная лоза Anth.;
2 дикий голубь, вяхирь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάς: -άδος, ἡ, = οἴνη, ἡ ἄμπελος, Ἴων 1. 4, Βαβρ. 34. 1. 2) οἶνος, Νικ. Ἀλεξιφ. 355. ΙΙ. εἶδος ἀγρίας περιστερᾶς ἐχούσης τὸ χρῶμα ὡρίμων σταφυλῶν, Columba oenas, ἢ C. livia, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 4., 6. 1. 4., 8. 3, 10, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58· - ὡσαύτως, οἰνιὰς (Πολυδ. Ϛ΄, 22), καὶ οἰνιάξ, ὅπερ ὅμως (τὸ τελευταῖον) κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἦτο εἶδος κόρακος. ΙΙΙ. Οἰνάδες, αἱ, = Μαινάδες, Ὀππ. Κυν. 4. 235. IV. ὡς ἐπίθ., ἡ ἐξ οἴνου, πλήρης οἴνου, μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ Ἀνθ. Πλαν. 15· οἰνὰς ὀπώρη ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 645. 2) μεμεθυσμένος, μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., οἰνάσι κώμοις (Gräfe εὐάσι) αὐτόθι 7. 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰνάδες· ἀμπελώδεις τόποι».
Greek Monolingual
οἰνάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών
αρχ.
1. η άμπελος, το κλήμα
2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.)
3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί, γεμάτος από κρασί («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... Σάτυρος», Α Πλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «οἰνάδες
ἀμπελώδεις τόποι»
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Οἰνάδες
οι Μαινάδες («γυναῖκες οἰνάδες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].
Greek Monotonic
οἰνάς: -άδος, ἡ,
I. = οἴνη, αμπέλι, σε Βάβρ.
II. επίθ., περιεκτικός σε οίνο, οινώδης, σε Ανθ.
Middle Liddell
οἰνάς, άδος, = οἴνη
I. the vine, Babr.
II. adj. of wine, vinous Anth.