πάγαρχος
English (LSJ)
ὁ, A = παγάρχης, ib.68.10 (pl., vi A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
πάγαρχος: -ου, ὁ, Λατ. pagi praepositus, ὁ διοικητὴς κώμης, Βασίλ. IV, 236C, Ἰουστινιαν. Ἤδικτ. 13, 24.
Greek Monolingual
πάγαρχος, ὁ (Α)
παγάρχης, διοικητής κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].