πάγαρχος

Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = παγάρχης, ib.68.10 (pl., vi A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πάγαρχος: -ου, ὁ, Λατ. pagi praepositus, ὁ διοικητὴς κώμης, Βασίλ. IV, 236C, Ἰουστινιαν. Ἤδικτ. 13, 24.

Greek Monolingual

πάγαρχος, ὁ (Α)
παγάρχης, διοικητής κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].