πάναγνος

Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.

German (Pape)

[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.

Spanish

completamente purificado

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία της Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁγνός.