πέρσις

Revision as of 18:44, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (πέρθω) A sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destruction d’une ville.
Étymologie: πέρθω.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α πέρθω
εκπόρθηση, άλωση.

Greek Monotonic

πέρσις: ἡ (πέρθω), εκπόρθηση, άλωση, πέρσις Ἰλίου, ποίημα του Αρκτίνου, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρσις -εως, ἡ [πέρθω] verwoesting.

Russian (Dvoretsky)

πέρσις: εως ἡ πέρθω разрушение (Ἰλίου Arst.).

Middle Liddell

πέρσις, εως, πέρθω
a sacking, sack, π. Ἰλίου, a poem by Arctinus, Arist.