πάρυγρος
English (LSJ)
ον, A somewhat wet, Man.1.87 (leg. πάνυγρος) ; τὸ π. a kind of plaster invented by Heras, Gal.2.703, 13.952 ; also ἡ π. Orib.Fr.90. II πάρυγρα πράσσοντες plying waterside trades, Vett. Val.2.6.
German (Pape)
[Seite 529] etwas feucht, naß, Galen. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πάρυγρος: -ον, ὀλίγον ὑγρός, Μανέθων 1.87 (Axt πάνυγρος)· ― τὸ πάρυγρον, εἶδος ἐμπλάστρου, ἐμπλαστικῷ τινι φαρμάκῳ ὁποῖον τὸ καλούμενον πάρυγρόν ἐστι Γαλην. τ. 2. 703, 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο κάπως υγρός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ πάρυγρος, τὸ πάρυγρον
είδος εμπλάστρου
3. φρ. «πάρυγρα πράσσω» — εργάζομαι στην παραλία.