παγκρατευτής

Revision as of 18:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.

Greek Monolingual

παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].