παγκρατευτής
From LSJ
English (LSJ)
παγκρατευτοῦ, ὁ, = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.
Greek Monolingual
παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].