παγκρατιαστής

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιαστής Medium diacritics: παγκρατιαστής Low diacritics: παγκρατιαστής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: pankratiastḗs Transliteration B: pankratiastēs Transliteration C: pagkratiastis Beta Code: pagkratiasth/s

English (LSJ)

παγκρατιαστοῦ, ὁ, pancratiast, one who practises the pankration (παγκράτιον), Pl.R. 338c, Euthd.271c, IG5(1).669 (Sparta), etc.; ἀνὴρ π. SIG1073.14 (Olympia, ii A. D.); παῖς παγκρατιαστής IG12.846.13; title of plays by Alexis, Philemon, etc.

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui lutte ou s'exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιαστής -οῦ, ὁ [παγκρατιάζω] beoefenaar van het pankration, pankratiast.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιαστής: οῦ ὁ панкратиаст, занимающийся всеборьем Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαγωνιζόμενος τὸ παγκράτιον, Πλάτ. Πολ. 338C, Εὐθύδ. 271C· ἐπιγραφὴ κωμῳδιῶν τοῦ Ἀλέξιδος, Φιλήμονος, κλπ., συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1428, 1969, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

παγκρατιαστής (Α) παγκρατιάζω
αθλητής του παγκρατίου («παγκρατιασταί
ἀθληταὶ πύκται)
αρχ.
ως κύριο όν. Παγκρατιαστής
τίτλος κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο παγκράτιον, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ, [from παγκρᾰτιάζω]
one who practises the παγκράτιον, Plat.