παλίγγνωστος
English (LSJ)
A gloss on παλινδαές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 448] wieder erkannt, Hesych. Erkl. von παλινδεές, od. richtiger παλινδαές.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίγγνωστος: -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές.
Greek Monolingual
παλίγγνωστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γνωστός (< γιγνώσκω)].