παννέφελος

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A all-cloudy, Orph.H.19.4.

German (Pape)

[Seite 460] ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παννέφελος: oν, ὅλος κατακεκαλυμμένος ὑπὸ νεφελῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ-νέφελος].