παράθυρος

Revision as of 19:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(sc. θύρα), ἡ, A = παραθύρα, PMich.Zen.38.11 (iii B. C.), Plu.2.617a. II (sc. λίθος), ὁ, stone forming part of a side-door, Milet.7p.56.

German (Pape)

[Seite 479] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ παράθυρος, die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παράθῠρος: (ἐξυπακ. θύρα), ἡ, πλαγία θύρα, παραπύλιον, Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. θύρα;
porte de côté ou porte dérobée.
Étymologie: παρά, θύρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος
(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα
3. το αρσ. ως ουσ.παράθυρος
(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος της πλαϊνής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].

Russian (Dvoretsky)

παράθῠρος: ἡ боковая дверь или калитка Plut.