παράθυρος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
(sc. θύρα), ἡ,
A = παραθύρα, PMich.Zen.38.11 (iii B. C.), Plu.2.617a.
II (sc. λίθος), ὁ, stone forming part of a side-door, Milet.7p.56.
German (Pape)
[Seite 479] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ παράθυρος, die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. θύρα;
porte de côté ou porte dérobée.
Étymologie: παρά, θύρα.
Russian (Dvoretsky)
παράθῠρος: ἡ боковая дверь или калитка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παράθῠρος: (ἐξυπακ. θύρα), ἡ, πλαγία θύρα, παραπύλιον, Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος
(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράθυρος
(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος της πλαϊνής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].