πανέστιος

Revision as of 19:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (ἑστία) A with all the household, Plu.Sol.24.

German (Pape)

[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.

Greek Monolingual

-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].

Greek Monotonic

πᾰνέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την οικοσκευή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανέστιος -ον [πᾶς, ἑστία] met het hele gezin.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνέστιος: со всем домом, со всеми домочадцами (μετοικίζεσθαι Ἀθήναζε Plut.).

Middle Liddell

πᾰν-έστιος, ον, ἑστία
with all the household, Plut.