παναγορία

Revision as of 19:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = πανήγυρις, Schwyzer657.21 (Tegea, iv B. C., pl.).

Greek Monolingual

παναγορία, ἡ (Α)
πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ- του ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ορ- στην αιολική - αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορρις
ἀγορά, + κατάλ. -ία].