παράλευκος
English (LSJ)
ον, A partly white, Arist.HA524a6, Str.4.4.6.
German (Pape)
[Seite 487] weiß daneben, mit Weiß gemischt; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 319 f.
Greek (Liddell-Scott)
παράλευκος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ λευκόν, ἐν μέρει λευκός, «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι εν μέρει λευκός, ασπρειδερός.
Russian (Dvoretsky)
παράλευκος: беловатый, белесоватый Arst.