παραί-βᾰσις, A v. παραβασία, παράβασις.
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
ἡ, Α(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.
παραιβᾰσίη: -βᾰσις, = παρα-βασία, -βάσις.