παραιβασίη
From LSJ
English (LSJ)
παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.
Greek (Liddell-Scott)
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.
Full diacritics: παραιβᾰσίη | Medium diacritics: παραιβασίη | Low diacritics: παραιβασίη | Capitals: ΠΑΡΑΙΒΑΣΙΗ |
Transliteration A: paraibasíē | Transliteration B: paraibasiē | Transliteration C: paraivasii | Beta Code: paraibasi/h |
παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.