παραμάχαιρον

Revision as of 19:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[μᾰ], τό, A side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.

German (Pape)

[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.

Greek (Liddell-Scott)

παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
μικρό μαχαίρι ζώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαχαίρι].