παραναγκάζω

Revision as of 19:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A accomplish a thing by force, v.l.for προς- in D.H. Lys.13. 2 Medic., π. ὀστέα force the ends of a bone together, Hp.Art.34.

German (Pape)

[Seite 490] mit Gewalt durchsetzen, erzwingen, τί, oder Einen mit Gewalt wozu bringen, Hippocr. u. Sp., dem βιάζεσθαι entsprechend, D. Hal. iud. de Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, ἐξαναγκάζω τὰ ἄκρα αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).

Greek Monolingual

Α αναγκάζω
1. κατορθώνω κάτι με βίαιο τρόπο
2. ιατρ. φέρω κάτι κοντά σε άλλο αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναγκάζω geneesk. zetten:. τὰ ὀστέα παραναγκάζειν de botten zetten Hp. Art. 34.