ἐξαναγκάζω
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
A fut. -άσω S.Ichn.212:—force or compel utterly, τινὰ δρᾶν τι Id.El.620, cf. E.Or.1665, etc.: with the inf. omitted, S.OC 603, Ar.Av.377:—Pass., ὑπὸ τοῦ λόγου Hdt.2.3.
2 force out, ἕδρην Hp.Haem.2.
3 enforce, τὸν ταγὸν.. ἐξξανακάδην IG9(2).257 (Thess., v B. C.).
II drive away, τὴν ἀργίαν πληγαῖς X.Mem.2.1.16.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tes. pres. inf. ἐξξανακάδεν IG 9(2).257 (Tesalia V a.C.)]
1 forzar, obligar c. ac. de pers. e inf. concert. ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν S.El.620, ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ' ἐξηνάγκασα E.Or.1665, cf. X.Eq.Mag.1.25, ὅπως ... ἐξαναγκάσειαν τοὺς Ἀθηναίους ... ἀνάγεσθαι Th.8.95, cf. Luc.Astr.24, c. el inf. impl. τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάσει στόμα S.OC 603, c. or. subord. ἐξαναγκάσω ... ὥ[σ] τ' εἰσακοῦσαι S.Fr.314.218
•abs. imponer la obligación de actuar de determinada manera αἴ τις ταῦτα παρβαίνοι, τὸν ταγὸν ... ἐξξανακάδɛ̄ν IG l.c., εἰ τὸ θάκημ' ἐξαναγκάζει S.OC 1179, ὁ δ' ἐχθρὸς εὐθὺς ἐξηνάγκασεν Ar.Au.377, cf. Isoc.6.80, en v. pas. ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος Hdt.2.3.
2 sent. fís. hacer fuerza para sacar, forzar hacia fuera ἐξαναγκάζειν ... τοῖσι δακτύλοισι τὴν ἕδρην ἔξω Hp.Haem.2, abs. χρῆσθαι τοῖσιν ἱδρωτικοῖσιν ...· ἐξαναγκάζουσι γάρ utilizar los medicamentos sudoríficos, pues fuerzan (el brote del sudor), Hp.Vict.3.72, en v. pas. ἐξαναγκαζομένου τοῦ ἀρχοῦ Hp.Haem.2
•fig. c. ac. abstr. echar a la fuerza, expulsar c. dat. instrum. τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν X.Mem.2.1.16.
German (Pape)
[Seite 868] verstärktes simpl., erzwingen, durchaus nöthigen; τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάζει στόμα Soph. O. C. 609; neben κελεύω Tr. 1248; τὰ σὰ ἔργα ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν El. 610; vgl. Eur. Or. 1665; Ar. Av. 377; ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι Her. 2, 3; Sp.; – τὴν ἀργίαν πληγαῖς, mit Schlägen gewaltsam austreiben, Xen. Hem. 2, 1, 16; – οὐ πάντως ἐξηναγκασμένον, indem es nicht durchaus nothwendig ist, Apoll. D. adv. 585, 2.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξηνάγκασα, ao. Pass. ἐξηναγκάσθην;
1 forcer, contraindre : τινα ποιεῖν τι SOPH qqn à faire qch;
2 chasser par la force, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀναγκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναγκάζω:
1 силой заставлять, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur.): ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος Her. вынужденный (к чему-л.) ходом повествования;
2 изгонять (τὴν ἀργίαν πληγαῖς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, τὰ σὰ ἔργ’ ἐξαναγκάζει με ταῦτα δρᾶν βίᾳ Σοφ. Ἠλ. 620, Εὐρ., κλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 603, Ἀριστοφ. Ὄρν. 377· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. ἀποδιώκω, τὴν ἀργίαν πληγαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16.
Greek Monolingual
(AM ἐξαναγκάζω)
επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω
α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. προκαλώ την έξοδο
2. διώχνω, ξεριζώνω, εξαλείφω («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την αργία, την οκνηρία, με σωματική βία, με χτυπήματα, Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐξαναγκάζω: μέλ. -άσω,
I. εξαναγκάζω ή υποχρεώνω πλήρως, τινὰ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. μόνο, σε Σοφ.
II. απομακρύνω, εκδιώκω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to force or compel utterly, τινὰ ποιεῖν τι Soph., Eur., etc.; c. acc. only, Soph.
II. to drive away, Xen.
Lexicon Thucydideum
cogere, to compel, force, 8.95.4, [boni codd. good manuscripts ἀναγκ.]