παρατηρητέον
English (LSJ)
A one must observe, Vett. Val. 156.20, Gp.3.13.10, lamb.in Nic.p.25 P. 2. one must take care, ὅπως μὴ… Arist.APr.66a25. 3. Gramm., one must note, ὅτι… Harp. s.v. περίπολος, Ath. 1.18f, Sch.Ar.Pax32, al.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παρατηρῶ, δεῖ παρατηρεῖν, Γεωπ. 3. 13, 10. 2) πρέπει τις νὰ προσέχῃ, ὅπως μὴ .. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 19, 1. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., = σημειωτέον, ὅτι ..., Ἀθήν. 18F, Σχολ.