παραχρηστηριάζω

Revision as of 19:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A give a false oracle, Str.9.2.4.

German (Pape)

[Seite 508] mit dem Orakel einen Betrug spielen, Strab. 9, 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παραχρηστηριάζω: δίδω ψευδῆ χρησμόν, Στράβ. 402.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle menteur.
Étymologie: παρά, χρηστηριάζω.

Greek Monolingual

Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ' αυτόν ψευδή χρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»].

Greek Monotonic

παραχρηστηριάζω: μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. σω
to give a false oracle, Strab.