χρηστηριάζω

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστηριάζω Medium diacritics: χρηστηριάζω Low diacritics: χρηστηριάζω Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: chrēstēriázō Transliteration B: chrēstēriazō Transliteration C: christiriazo Beta Code: xrhsthria/zw

English (LSJ)

A give oracles, prophesy, τισι Ephor.31(b) J.; χ. τάδε πρὸς τὴν ἐρώτησιν SIG557.6 (Magn.Mae., iii B. C.).
II mostly in Med. (fut. χρηστηριάσομαι Theopomp.Hist.314), consult an oracle, Hdt.1.55; χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖσι ἐπί τινι = consult the oracle of Delphi about something ib.66; χρηστηριάζεσθαι θεῷ consult a god, Id.7.178; ἱροῖσι χρηστηριάζεσθαι = give oracles by means of victims, Id.8.134; αἰξὶ μάλιστα χρηστηριάζεσθαι = give oracles by sacrificing goats D.S. 16.26; περί τινος respecting something, Hdt.2.52; χρηστηριάζομαι εἰ . . to ask the oracle whether... Id.5.67; εἰς ἥντινα παρέσονται χώραν Ant.Lib.8.2:—aor. Pass., τῶν βουλομένων χρηστηριασθῆναι IG9(2).1109.34 (thessaly, ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel geben, erteilen, prophezeihen; gew. im med., sich ein Orakel geben lassen, das Orakel befragen, Her. 1, 55; ἐν Δελφοῖς, ἐν Ὀλυμπίᾳ u. vgl., 1, 66. 91 u. öfter; θεῷ, bei einem Gotte anfragen, 7, 178; ἱροῖσι χρηστηριάζεσθαι, ein Opfer befragen, Her. 8, 134; περί τινος, um Etwas, 2, 50; αἰξί D. Sic. 16, 26, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle, prophétiser;
Moy. χρηστηριάζομαι consulter un oracle : περί τινος ou ἐπί τινι, au sujet de qch ; θεῷ HDT consulter un dieu ; ἱροῖσι HDT consulter l'oracle en offrant des sacrifices.
Étymologie: χρηστήριος.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστηριάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ χράω (Γ). Α, δίδω χρησμούς, προφητεύω, τινί Στράβ. 422. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ χράομαι, λαμβάνω χρησμός, συμβουλεύομαι τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 55· χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖς 1. 66. πρβλ. 91· χρηστ. θεῷ, ἐρωτῶ θεόν, ὡς τὸ χρήσασθαι θεῷ 7. 178· ἱροῖσι χρηστηρ., διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν, θυμάτων 8. 134· οὕτως, αἰξὶ μάλιστα χρ. Διόδ. 16. 26· χρ. ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 1. 66· περί τινος, ὡς πρό, τι, ὁ αὐτ. 2. 52· χρ. εἶ.., ἐρωτῶ τὸ μαντεῖον ἂν …, ὁ αὐτ. 5. 67.

Greek Monolingual

Α χρηστήριος
1. χρησμοδοτώ
2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι
α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.)
β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό
γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῖσι) προλέγω το μέλλον αφού εξετάσω τα θυσιασμένα ζώα.

Greek Monotonic

χρηστηριάζω: μέλ. -άσω, [βλ. χράω Γ. I].
I. δίνω χρησμούς, προφητεύω, σε Στράβ.
II. Μέσ., όπως το χράομαι, λαμβάνω χρησμό, συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ηρόδ.· χρηστηριάζω, συμβουλεύομαι θεό, όπως χρήσασθαι θεῷ, στον ίδ.

Middle Liddell

χρηστηριάζω, like χράω3]
I. to give oracles, prophesy, Strab.
II. Mid., like χράομαι, to have an oracle given one, consult an oracle, Hdt.; χρ. θεῷ to consult a god, like χρήσασθαι θεῷ, Hdt. [from χρηστήριον