απατώ

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

(AM ἀπατῶ, -άω)
1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου
νεοελλ.
1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά»)
2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω
αρχ.
1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου
2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος
3. φρ. «ἀπατῶμαι ως...» — σφάλλομαι στο να νομίζω ότι...
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη. ΠΑΡ απάτημα
αρχ.
απάτησις, απατητής.
ΣΥΝΘ. εξαπατώ
αρχ.
ανταπατώ, διαπατώ, παραπατώ, προσαπατώ, συναπατώ, συνεξαπατώ, υπεραπατώ, φρεναπατώ].