παρεμποδών
English (LSJ)
Adv. A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἐμποδών «ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»].