πεντόργυιος

Revision as of 19:46, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A of five fathoms, AP 11.87 (Lucill.) ; cf. πεντώρυγος.

German (Pape)

[Seite 559] von fünf Klaftern, Xen. Cyn. 2, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντόργυιος: -ον, ὁ πέντε ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 11. 87· ὁ παλαιότερος Ἀττικ. τύπος ἦν πεντώρυγος, Ξεν. Κυν. 2, 5· ἴδε ἐν λέξ. δεκώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cinq brasses.
Étymologie: πέντε, ὄργυια.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ-όργυιος)].

Greek Monotonic

πεντόργυιος: -ον (ὄργυια), αυτός που αποτελείται από πέντε οργιές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πεντόργυιος: протяжением в пять оргий, т. е. саженей Xen., Anth.

Middle Liddell

πεντ-όργυιος, ον, ὄργυια
of five fathoms, Anth.