δεκώρυγος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
δεκώρυγον, (ὀργυιά) ten fathoms long, X.Cyn.2.5.
Spanish (DGE)
-ον que tiene diez brazas de largo δίκτυα X.Cyn.2.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δεκόργυιος.
Russian (Dvoretsky)
δεκώρῠγος: Xen. v.l. = δεκόργυιος.
Greek (Liddell-Scott)
δεκώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) ἔχων μῆκος δέκα ὀργυιῶν, Ξεν. Κυν. 2, 6· πρβλ. ὀργυιά.
Greek Monolingual
δεκώρυγος, -ον (Α)
όποιος έχει δέκα οργιές μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ωρυγος, παράλληλος τ. του -οργυιος < όργυια «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντώρυγος), ενώ το -ω- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ανώνυμος)].
Greek Monotonic
δεκώρῠγος: -ον (ὀργυιά), αυτός που έχει μήκος δέκα οργυιές, σε Ξεν.
Middle Liddell
[ὀργυία]
ten fathoms long, Xen.