δεκώρυγος

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκώρῠγος Medium diacritics: δεκώρυγος Low diacritics: δεκώρυγος Capitals: ΔΕΚΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: dekṓrygos Transliteration B: dekōrygos Transliteration C: dekorygos Beta Code: dekw/rugos

English (LSJ)

δεκώρυγον, (ὀργυιά) ten fathoms long, X.Cyn.2.5.

Spanish (DGE)

-ον que tiene diez brazas de largo δίκτυα X.Cyn.2.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δεκόργυιος.

Russian (Dvoretsky)

δεκώρῠγος: Xen. v.l. = δεκόργυιος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) ἔχων μῆκος δέκα ὀργυιῶν, Ξεν. Κυν. 2, 6· πρβλ. ὀργυιά.

Greek Monolingual

δεκώρυγος, -ον (Α)
όποιος έχει δέκα οργιές μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ωρυγος, παράλληλος τ. του -οργυιος < όργυια «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντώρυγος), ενώ το -ω- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ανώνυμος)].

Greek Monotonic

δεκώρῠγος: -ον (ὀργυιά), αυτός που έχει μήκος δέκα οργυιές, σε Ξεν.

Middle Liddell

[ὀργυία]
ten fathoms long, Xen.