περιτρέμω
English (LSJ)
A tremble for, τοῖς ἱματιδίοις Arr.Epict.3.26.36 ; v. περιτρέπω 1.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περιτρέμω: τρέμω ὁλόγυρα, ὅλος τρέμω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 36, Ἐκκλ.· πρβλ. περιτρομέω.
A tremble for, τοῖς ἱματιδίοις Arr.Epict.3.26.36 ; v. περιτρέπω 1.3.
περιτρέμω: τρέμω ὁλόγυρα, ὅλος τρέμω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 36, Ἐκκλ.· πρβλ. περιτρομέω.