A touch, attack a part, of pains, Nic.Al.122.
[Seite 601] (s. ψαύω), rings befühlen, berühren, τινός, Nic. Al. 122.
περιψαύω: ψαύω ὁλόγυρα, ἐγγίζω, τινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 122.
Αψηλαφώ κάτι γύρω γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψαύω «ψηλαφώ»].