ἐγγίζω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
aor.
A ἤγγισα Arist. (v. infr.): pf. ἤγγικα LXX Ez.7.4(7), Ev.Matt.3.2: (ἐγγύς):—bring near, bring up to, τῇ γῇ τὰς ναῦς Plb.8.4.7; τὰ φιλήματα τοῖς χείλεσι Ach.Tat.2.37; τινὰ πρός τινα LXX Ge.48.10.
II mostly intr., approach, Arist.Mir.845a20; τινί Plb.18.4.1: c. gen., τῆς Αἰτωλίας Id.4.62.5, etc.; πρὸς τὸν θεόν LXX Ex.19.21; εἰς θάνατον ib.Jb.33.22; ἕως ib.Si.37.30(33); μέχρι θανάτου Ep.Phil.2.30; to be imminent, ἤγγικεν ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου Ep.Jac.5.8: also, c. gen., approximate to, Phld.Herc.1457.4.
2 to be next of kin, LXX Le. 21.3.
III c. inf., to be on the point of doing, ναοῦ ἐγγίζοντος συμπεσεῖν IG12(1).1270.8 (Syme).
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ind. 3a sg. ἐγγιεῖ LXX Ps.90.10, pero ἐγγίσει Erot.68.22]
I 1en el espacio acercarse, aproximarse ἐὰν δέ τις καὶ βιάσηται καὶ ἐγγίσῃ Arist.Mir.845a20, ἐγγίζοντες ... στρατιῶται Plb.3.43.6, cf. Ps.Dicaearch.2.3, D.S.13.77, c. gen. τῆς μὲν Αἰτωλίας Plb.4.62.5, cf. Polyaen.6.16.4, τῆς πόλεως IHistriae 15.32 (II a.C.), τῆς θύρας PTurner 44.12 (IV d.C.), c. dat. τῇ γῇ Plb.18.4.1, ἀλλήλοις D.S.2.19, ταῖς ναυσίν Polyaen.3.9.48, ἐγγίζειν τῷ δεινῷ acercarse al (lugar donde está el) peligro Plu.Caes.32, en metáf. καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ τῷ σκηνώματί σου y ningún azote se acercará a tu tienda LXX Ps.90.10, c. giro prep. πρὸς ... τοὺς Ῥωμαίους I.BI 3.523, εἰς Ἱεροσόλυμα Eu.Matt.21.1, tard. c. ac. ἔγγισαν με POxy.2234.18 (I d.C.), οὐ δύναται κυνηγὸς ἐγγίσαι αὐτό (τὸ ζῷον) Phys.A 79.2
•en el AT, del contacto directo c. Yahveh acercarse, irrumpir hacia μήποτε ἐγγίσωσιν πρὸς τὸν θεὸν κατανοῆσαι que jamás irrumpan hacia Yahveh para observarlo LXX Ex.19.21
•acercarse para suplicar, como muestra de fe Αβρααμ δὲ ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον κυρίου. καὶ ἐγγίσας Αβρααμ εἶπεν LXX Ge.18.23, ὃ εἶπεν κύριος λέγων· ἐν τοῖς ἐγγίζουσίν μοι ἁγιασθήσομαι LXX Le.10.3, cf. Ph.1.76, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ἐγγίζοντες κυρίῳ τῷ θεῷ LXX Ex.19.22, cf. Is.58.2, del propio Yahveh ᾧ ἐστιν αὐτῷ θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς ¿que (pueblo) tiene un dios que se acerca a él? e.d. que está cerca de él LXX De.4.7.
2 en el tiempo acercarse, aproximarse ἡ παρουσία τοῦ κυρίου ἤγγικεν Ep.Iac.5.8, ἐγγίζοντος τοῦ ἑκάστου ἔτους ἀγῶνος al acercarse la competición anual, POxy.1202.8 (III d.C.), cf. Erot.l.c., κατ' ἐνιαυτὸν ἐγγίζοντος τοῦ καιροῦ Aët.6.24 (p.169.13), c. rég. prep. εἰς θάνατον LXX Ib.33.22, μέχρι θανάτου Ep.Phil.2.30, ἐ. τῷ διαλυθῆναι τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος acercarse a la disolución del alma y el cuerpo, e.e., a la muerte Arr.Epict.3.10.14.
3 en el plano abstr. acercarse a, estar próximo a c. gen. (κανών) ὅταν <δὲ> τῆς εὐθείας ... <μὴ> ἐγγίζῃ Timae.151, ἕτερον τετράγωνον ἑτέρου τετραγώνου πενταπλάσιον μᾶλλον ἐγγίζον un (número) cuadrado que se aproxime más al quíntuplo de otro (número) cuadrado Hero Metr.1.18, c. dat. ἐγγίζειν ... τοῖς τελείοις (γράμμασι) estar próximas a las letras perfectas D.H.Comp.14.15, τῷ λόγῳ Gal.19.385, κόμμα ... ἐγγίζον ἤδη τῷ τριμέτρῳ Hermog.Inu.4.4 (p.184), c. constr. prep. πρὸς τὴν ἀληθινὴν Παιδείαν Ceb.35.1
•fig. parecerse, asemejarse c. dat. τὴν γὰρ ἰδέαν ταῷ μάλιστα ἐγγίζειν que por su forma (cierta ave india) se parece mucho al pavo real Clitarch.20.
4 permanecer junto a ἀδελφὴ παρθένος ἡ ἐγγίζουσα αὐτῷ la hermana doncella la que permanece junto a él (porque aún no se ha casado), LXX Le.21.3.
5 ser pariente cercano οἱ ἐγγίζοντες los allegados D.Chr.3.120.
II tr.
1 acercar, aproximar c. dat. τῇ γῇ τὰς ναῦς Plb.8.4.7, τοῖς χείλεσιν ... τὰ φιλήματα Ach.Tat.2.37.7
•c. giro prep. αὐτοὺς (υἱούς) πρὸς αὐτόν LXX Ge.48.10
•fig. ἡ ἀπληστία ἐγγιεῖ ἕως χολέρας LXX Si.37.30.
2 c. inf., fig. estar a punto de τοῦ ναοῦ ... ἐγγίζοντος συμπετεῖν dado que el templo amenaza con desmoronarse, IG 12(3).1270.8 (Sime II/I a.C.)
•l. y sent. dud., en v. med. ὡς καὶ τύραννι πὰς ἐγγίζεται φυγεῖν S.Fr.382.
German (Pape)
[Seite 700] annähern, nahe bringen; τὰς ναῦς τῇ γῇ Pol. 8, 6, 7; τοῖς χείλεσι τὰ φιλήματα Ach. Tat. 3, 37; τινὰ πρός τινα, LXX, – Häufiger intr., sich nähern, τινός, Pol. 4, 26, 5, öfter; D. Sic. 13, 77; auch τινί, Pol. 17, 4, 1; D. Sic. 2, 19; N.T., wo auch εἴς τι gesagt wird, u. absol. ἤγγικεν, Matth. 3, 2. – Verwandt sein, LXX.
French (Bailly abrégé)
s'approcher.
Étymologie: ἐγγύς.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγίζω:
1 приближать, подводить (τῇ γῇ τὰς ναῦς Polyb.);
2 приближаться (τινός и τινί Polyb., Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγίζω: μέλλ. -ίσω, ἀόρ. ἤγγισα (ἐγγύς): - φέρω πλησίον, πλησιάζω τι εἴς τι, τινί τι Πολύβ. 8. 6, 7. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., ἔρχομαι πλησίον, Ἀριστ. π. Θαυμ. 144, κτλ.· τινὶ Πολύβ. 17. 4, 1· καὶ (ὡς τὸ ἐγγὺς) τινὸς ὁ αὐτ. 4. 62, 5, κτλ.· εἰς καὶ πρὸς Ἑβδ.
English (Strong)
from ἐγγύς; to make near, i.e. (reflexively) approach: approach, be at hand, come (draw) near, be (come, draw) nigh.
English (Thayer)
imperfect ἠγγιζον; Attic future ἐγγιω (Buttmann (1873) 37 (32); with § 13,1c.)); 1st aorist ἤγγισα; perfect ἤγγικα (ἐγγύς); in Greek writings from Polybius and Diodorus on; the Sept. for נִגַשׁ and קָרַב.
1. transitive, to bring near, to join one thing to another: Polybius 8,6, 7; the Sept., to draw or come near, to approach; absolutely, ἤγγικε, has come nigh, is at hand: ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὑμᾶς, ἡ ἐρήμωσις, ἡ ὥρα, ὁ παραδιδούς με, Tdf. ἤγγισεν)); ὁ καιρός, ἡ ἡμέρα, τό τέλος, ἡ παρουσία τοῦ κυρίου, ἐγγίζειν τῷ Θεῷ (in the Sept. used especially of the priests entering the temple to offer sacrifices or to perform other ministrations there, from ὁ Θεός ἐγγίζει τίνι, God draws near to one in the bestowment of his grace and help, εἰς and the accusative of the place: πρός with the dative, Buttmann, § 147,28; others regard this as a pregnant construction, cf. Winer's Grammar, §§ 48, e.; 66,2d.); μέχρι θανάτου ἤγγισε, to draw nigh unto, be at the point of, death, ἐγγίζειν εἰς θάνατον, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει, προσεγγίζω.)
Greek Monolingual
και αγγίζω και εγγιάζω και γγιάζω (AM ἐγγίζω)
1. είμαι κοντά, πλησιάζω
2. πλησιάζω το χέρι μου σε κάτι ώστε να ακουμπώ
3. (για χρόνο) πλησιάζω, κοντεύω («ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ Μάρκ.)
μσν.- νεοελλ.
1. πλησιάζω ερωτικά
2. πειράζω, ενοχλώ, πληγώνω
3. ανήκω κάπου
νεοελλ.
1. δοκιμάζω, χρησιμοποιώ
2. παθ. προσβάλλομαι από δαίμονες, κακά πνεύματα
μσν.
1. αφορώ
2. παρακινώ, βιάζω
3. επηρεάζω
4. απρόσ. ταιριάζει, αξίζει
αρχ.
είμαι συγγενής, συγγενεύω.
Chinese
原文音譯:™gg⋯zw 恩居索
詞類次數:動詞(43)
原文字根:近 相當於: (קָרַב)
字義溯源:靠近,臨近,行近,走近,將近,就近,親近,挨近,幾乎,上前,近,到,到跟前;源自(ἐγγύς)=近);而 (ἐγγύς)出自(ἀγρυπνία)X*=扼喉)。這字常常用來說到:神的國(或天國)近了。同樣,也用來描述國度屬靈的各方面近了,如:時候到了( 太26:45);得贖的日子近了( 路21:28);那日子臨近( 來10:25)
同源字:1) (ἐγγίζω)靠近 2) (ἐγγύς)近 3) (προσεγγίζω)行近
同義字:1) (ἐγγίζω)靠近 2) (ἐντυγχάνω)面求 3) (εὐώνυμος)左邊 4) (ἐφίστημι)在側 5) (ἵστημι)站 6) (εἶδον / ὁράω)凝視 7) (παραβάλλω)停靠 8) (παραγίνομαι)靠近 9) (παριστάνω / παρίστημι)站在旁邊 10) (προσάγω / προσανέχω / προσαχέω)帶到 11) (προσεγγίζω)近前 12) (προσευχή)行近 13) (προσπορεύομαι)向前行 14) (φαίνω)顯示 15) (φθάνω)先到,臨
出現次數:總共(42);太(7);可(3);路(18);徒(6);羅(1);腓(1);來(2);雅(3);彼前(1)
譯字彙編:
1) 近了(12) 太4:17; 太10:7; 太21:34; 太26:46; 可1:15; 可14:42; 路10:11; 路21:8; 路21:20; 路21:28; 路22:1; 彼前4:7;
2) 將近(4) 路7:12; 徒10:9; 徒22:6; 羅13:12;
3) 臨近(3) 路10:9; 徒23:15; 來10:25;
4) 他行近(2) 路19:29; 路19:41;
5) 近(2) 路12:33; 路18:35;
6) 他們臨(2) 太21:1; 路24:28;
7) 將到(2) 徒7:17; 徒9:3;
8) 幾乎(1) 腓2:30;
9) 上前(1) 徒21:33;
10) 你們當親近(1) 雅4:8;
11) 已近了(1) 雅5:8;
12) 就近(1) 路24:15;
13) 他⋯親近(1) 雅4:8;
14) 我們得以親近(1) 來7:19;
15) 到了跟前(1) 路18:40;
16) 他們將近(1) 可11:1;
17) 到了(1) 太26:45;
18) 挨近(1) 路15:1;
19) 靠近(1) 路15:25;
20) 行近(1) 路19:37;
21) 已經近了(1) 太3:2;
22) 走近(1) 路22:47