πικράζω

Revision as of 20:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

= sq., S.E.P.1.211 :—Pass., A taste bitter, ib.2.51, etc. II metaph., π. τὸν λόγον τῇ κακίᾳ Epict.Gnom.22.

German (Pape)

[Seite 614] = πικραίνω, Ggstz von γλυκάζω, Stob. Floril. 2, 30; ἡ γεῦσις πικράζεται S. Emp. pyrrh. 2, 51, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πικράζω: τῷ ἑπομ., Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 31. 28, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 211· ― Παθ., ἔχω πικρὰν γεῦσιν, αὐτόθι 2. 51, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ πικρός
1. παρέχω πικρή γεύση
2. καθιστώ πικρό, δυσάρεστο κάτι.

Russian (Dvoretsky)

πικράζω: давать горький вкус: τὸ μέλι τοὺς ἰκτερικοὺς πικράζει Sext. мед больным желтухой кажется горьким; ἡ γεῦσις ὁτὲ μὲν πικράζεται ὁτὲ δὲ γλυκάζεται Sext. вкус бывает то горьким, то сладким.