γεῦσις

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεῦσις Medium diacritics: γεῦσις Low diacritics: γεύσις Capitals: ΓΕΥΣΙΣ
Transliteration A: geûsis Transliteration B: geusis Transliteration C: geysis Beta Code: geu=sis

English (LSJ)

γεύσεως, ἡ,
A sense of taste, Democr.11, Arist.EN1118a26, de An. 422a29, etc.
II a tasting, LXX Da.5.2.
III food, LXX Wi. 16.2, al.
IV taste, flavour, Dsc.1.12, Gp.5.7.3.
V back of the tongue, Poll.2.104.

Spanish (DGE)

γεύσεως, ἡ
1 sentido del gusto Democr.B 11, Arist.EN 1118a26, de An.422a29, Chrysipp.Stoic.2.227, D.Chr.8.21, Gal.17(2).140, Poll.2.104, Aristid.Quint.113.22, Horap.1.31.
2 acción de gustar, degustación ἐν τῇ γεύσει τοῦ οἴνου LXX Da.5.20.
3 gusto, sabor γλυκὺ ἐς γεῦσιν, οἷον μέλι Hp.Alim.27, πηγὴ ... τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσα Theopomp.Hist.278d, (οἶνος) κατὰ μὲν τὴν γεῦσιν ἡδύς Plb.12.2.7, cf. 38.5.7, οὐδὲν ὄψον ἄνευ ἁλῶν γεύσει κεχαρισμένον D.Chr.18.13, τῶν πικρῶν γ. A.D.Synt.291.7, cf. Gp.5.7.3, ναρδίζον δὲ τῇ γεύσει Dsc.1.12, τῇ δὲ γεύσει ἁλμυρά Vett.Val.1.23, οἰνώδης Gp.7.15.4, πηγαὶ ... πολὺ τὴν γεῦσιν ἀλλήλων διαφέρουσαι I.BI 7.186, ἡ γ. ἦν τοῦ μάννα Eu.Ebion.2, cf. Hp.Epid.6.8.8, Plu.2.137a, I.BI 4.468.
4 alimento ξένη LXX Sap.16.2.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, das Kostenlassen, der Geschmack, Arist. Eth. 3, 10; Sp.

French (Bailly abrégé)

γεύσεως (ἡ) :
1 action de goûter à, dégustation;
2 le sens du goût.
Étymologie: γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεῦσις γεύσεως, ἡ γεύω smaakzin, smaak.

Russian (Dvoretsky)

γεῦσις: γεύσεως ἡ
1 пробование на вкус, вкусовое ощущение (ἡδοναὶ διὰ γεύσεως Arst.);
2 вкус (ἡ τῆς γεύσεως αἴσθησις Arst.).

Greek Monolingual

η (AM γεῦσις)
1. μία από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία τα γευστικά ερεθίσματα μετατρέπονται σε νευρικές διεγέρσεις
2. το αποτέλεσμα της γεύσης, η ειδική εντύπωση που απομένει στο γευστικό αισθητήριο, αφού δοκιμάσουμε κάτι (πικρή γεύση, γλυκιά, στυφή κ.λπ.)
3. το να δοκιμάζει κανείς κάτι, το να αποκτά εμπειρία κάποιου πράγματος (α. «ὁ βασιλεὺς εἰληφὼς γεῡσιν τῆς... εὐτολμίας» — αφού πήρε μια ιδέα για την τόλμη, ΠΔ
β. «πήραμε μια γεύση της κατάστασης που επικρατεί» — σχηματίσαμε μια πρώτη εντύπωση)
νεοελλ.
η νοστιμιά («δεν έχει γεύση», «δεν έχει καμιά γεύση»)
αρχ.
1. η τροφή
2. το πίσω μέρος της γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για τον αρχαίο τ., τότε γεύσις < γεύστις < γεύσ-ομαι του ρ. γεύομαι}.

Greek (Liddell-Scott)

γεῦσις: γεύσεως, ἡ, ἡ αἴσθησις τῆς γεύσεως, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8, κτλ. ΙΙ. ἀπόγευσις, δοκιμή, Ἑβδ. ΙΙΙ, τροφή, Ἑβδ. (Σοφ. ιϚ΄, 2).

English (Woodhouse)

sense of flavour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

sense of taste

Albanian: shije; Arabic: ذَوْق, طَعْم, مَذَاق; Hijazi Arabic: طَعَم; Armenian: համ; Aromanian: gustu; Assamese: জুতি, সোৱাদ; Azerbaijani: dad; Bashkir: тәм, тат; Basque: dastamen; Belarusian: смак; Bengali: স্বাদ, সোয়াদ, মজা; Bulgarian: вкус; Burmese: အရသာ, ရသ; Catalan: gust, sabor, tast; Chechen: чам; Chinese Eastern Min: 味; Mandarin: 味道, 味兒/味儿, 氣味/气味, 味覺/味觉; Czech: chuť; Danish: smag; Dutch: smaak; Esperanto: gusto; Estonian: maitse; Even: амтан; Evenki: амта; Finnish: maku, makuaisti; French: goût, saveur; Friulian: savôr, gust; Galician: tasto, saibo, laimo, chorido, gusto, celme; Georgian: გემო; German: Geschmack, Schmecken; Alemannic German: Gust; Greek: γεύση; Ancient Greek: γεῦσις; Gujarati: સ્વાદ; Haitian Creole: gou; Hebrew: טַעַם; Hindi: स्वाद, hi ज़ायक़ा; Hungarian: íz; Icelandic: bragð; Indonesian: rasa; Ingrian: maku; Ingush: чам; Irish: blas; Italian: gusto, sapore; Japanese: 味覚, 味; Javanese: rasa; Kalmyk: амтн; Kazakh: дәм; Khmer: រសជាតិ; Korean: 미각(味覺), 맛; Kumyk: татыв; Kurdish Central Kurdish: تام, چاخ; Northern Kurdish: çêj, tam; Kyrgyz: даам; Lao: ລົດຊາດ; Latgalian: garža; Latin: gustatus, sapor; Latvian: garša; Lithuanian: skonis; Livonian: maits; Lombard: savor, savur; Macedonian: вкус; Malay: rasa; Manchu: ᠠᠮᡨᠠᠨ; Mansaka: nanam; Maori: tāwara, tāw(h)ara; Middle English: smak; Mongolian Cyrillic: амт; Nanai: амтан; Nivkh: амра; Norwegian Bokmål: smak; Nynorsk: smak; Occitan: tast, gost; Old Javanese: rasa; Ossetian: ад; Ottoman Turkish: طات, لذت; Pali: rasa; Pashto: طعم, خوند; Persian: طعم, مزه; Polish: smak; Portuguese: gosto, sabor; Punjabi: ਸੁਆਦ; Romanian: gust; Romansch: gust, gost; Russian: вкус; Sanskrit: रस; Sardinian: gustu; Scottish Gaelic: blas; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀кус; Roman: ùkus; Sicilian: gustu; Sindhi: سواد; Slovak: chuť; Slovene: okȗs; Sorbian Lower Sorbian: šmek, słod; Spanish: gusto; Swahili: dhuku; Swedish: smak; Tabasaran: дад, тӏяаьм; Tajik: мазза, маза, таъм; Tatar: тәм; Tetum: tamis; Thai: รสชาติ, รส; Tocharian B: śūke; Turkish: çeşni, tat, lezzet; Turkmen: tagam; Ukrainian: смак; Urdu: ذَائِقَہ; Uyghur: تەم; Uzbek: taʻm; Venetian: saor, saore; Vietnamese: vị); Welsh: blas; West Coast Bajau: reso; Zhuang: feihdauh