πισσόχριστος

Revision as of 20:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A smeared with pitch, νῆες Hsch. s.v. μέλαιναι νῆες.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόχριστος: -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, νῆες Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι νῆες.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)].