πισσόχριστος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσόχριστος Medium diacritics: πισσόχριστος Low diacritics: πισσόχριστος Capitals: ΠΙΣΣΟΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pissóchristos Transliteration B: pissochristos Transliteration C: pissochristos Beta Code: pisso/xristos

English (LSJ)

πισσόχριστον, smeared with pitch, νῆες Hsch. s.v. μέλαιναι νῆες.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόχριστος: -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, νῆες Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι νῆες.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)].