πλειστόμβροτος

Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.

German (Pape)

[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.

English (Slater)

πλειστόμβροτος, -ον
   1 crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί-μβροτος)].

Greek Monotonic

πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πλειστόμβροτος: многолюднейший (ἑορτή Pind.).

Middle Liddell

πλειστόμ-βροτος, ον,
crowded with people, Pind.