ον, A = πλησίφως, Plot.2.3.5.
[Seite 635] = Vorigem, Nicet.
-ον, ΜΑπλησιφαής, πλησίφως.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φωτος, ληξί- φωτος].