πολυΐδμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = πολυΐστωρ, μάγοι, θεοπροπίη, Orph.L.697,715.
German (Pape)
[Seite 663] viel wissend, Orph. Lith. 18, 56.
Greek (Liddell-Scott)
πολυΐδμων: -ον, = πολυΐστωρ, Ὀρφ. Λιθ. 691, Χριστοδ. Ἔκφρ. 333.
Greek Monolingual
-ύϊδμον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδμων «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επι-ΐδμων].