πολυΐδμων

Revision as of 20:54, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A = πολυΐστωρ, μάγοι, θεοπροπίη, Orph.L.697,715.

German (Pape)

[Seite 663] viel wissend, Orph. Lith. 18, 56.

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐδμων: -ον, = πολυΐστωρ, Ὀρφ. Λιθ. 691, Χριστοδ. Ἔκφρ. 333.

Greek Monolingual

-ύϊδμον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδμων «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επι-ΐδμων].