πολυΐστωρ

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυΐστωρ Medium diacritics: πολυΐστωρ Low diacritics: πολυΐστωρ Capitals: ΠΟΛΥΪΣΤΩΡ
Transliteration A: polyḯstōr Transliteration B: poluistōr Transliteration C: polyistor Beta Code: polui/+stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, very learned, polymath, renaissance man, greatly learned, that knows many things, erudite, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epithet of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλίστωρ].

Translations

erudite

Bulgarian: ерудиран, начетен; Catalan: erudit; Chinese Mandarin: 博學/博学, 有學問/有学问, 淵博/渊博; Danish: lærd; Dutch: geleerd, belezen, erudiet; Faroese: lærdur; Finnish: oppinut, sivistynyt; French: érudit; Galician: erudito; German: belesen, gelehrt, gebildet; Greek: πολυμαθής, λόγιος; Ancient Greek: λόγιος, πολυΐστορος, πολυΐστωρ, πολυμαθής, φιλόλογος; Hebrew: חבר אוריינות‎; Hungarian: művelt; Irish: léannta; Italian: erudito; Kurdish Central Kurdish: زانیار‎; Latin: eruditus; Macedonian: начитан, учен, ерудитивен; Norwegian Bokmål: lærd; Occitan: erudit; Persian: با سواد‎; Portuguese: erudito; Russian: эрудированный, начитанный, учёный; Slovak: erudovaný; Spanish: erudito; Swedish: lärd; Tagalog: matalisik; Vietnamese: có học thức, bác học; Yiddish: לומדיש‎