πολυΐδμων

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυΐδμων Medium diacritics: πολυΐδμων Low diacritics: πολυΐδμων Capitals: ΠΟΛΥΪΔΜΩΝ
Transliteration A: polyḯdmōn Transliteration B: poluidmōn Transliteration C: polyidmon Beta Code: polui/+dmwn

English (LSJ)

πολυΐδμον, gen. ονος, = πολυΐστωρ, μάγοι, θεοπροπίη, Orph.L.697,715.

German (Pape)

[Seite 663] viel wissend, Orph. Lith. 18, 56.

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐδμων: -ον, = πολυΐστωρ, Ὀρφ. Λιθ. 691, Χριστοδ. Ἔκφρ. 333.

Greek Monolingual

-ύϊδμον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδμων «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επιΐδμων].