πολυμορφία

Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A manifoldness, Longin.39.3, Him.Or.21.10.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμορφία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, ποικιλία, Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμορφος
η ιδιότητα του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει κάποιος ή κάτι πολλές μορφές
νεοελλ.
1. βιολ. παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό
2. (κρυσταλλ.) ο πολυμορφισμός.