προβάτημα

Revision as of 21:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A = πρόβατον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 710] τό, = πρόβατον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προβάτημα: τό, = πρόβατον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον, κατά τα κτήματα, βοσκήματα].