προβάτημα

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτημα Medium diacritics: προβάτημα Low diacritics: προβάτημα Capitals: ΠΡΟΒΑΤΗΜΑ
Transliteration A: probátēma Transliteration B: probatēma Transliteration C: provatima Beta Code: proba/thma

English (LSJ)

-ατος, τό, = πρόβατον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 710] τό, = πρόβατον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προβάτημα: τό, = πρόβατον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον, κατά τα κτήματα, βοσκήματα].